- ιταλισμός
- ο1. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που προσιδιάζει στην ιταλική γλώσσα2. το να μιμείται κάποιος τους Ιταλούς, το να επιτηδεύεται ιταλικούς τρόπους ή το να διάκειται ευμενώς προς αυτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰταλίζω. Η λ. στον πληθ. ἰταλισμοί μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.